ξανακούω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανακούω < ξανά + ακούω

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.naˈku.o/

Ρήμα

ξανακούω

  1. ακούω και πάλι
    θέλω να ξανακούσω το μήνυμα, δεν κατάλαβα τι ακριβώς είπε
  2. πληροφορούμαι και πάλι
    κάπου το ξανάκουσα αυτό!

Συνώνυμα

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.