αμφιδέξιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιδέξιος η αμφιδέξια το αμφιδέξιο
      γενική του αμφιδέξιου της αμφιδέξιας του αμφιδέξιου
    αιτιατική τον αμφιδέξιο την αμφιδέξια το αμφιδέξιο
     κλητική αμφιδέξιε αμφιδέξια αμφιδέξιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιδέξιοι οι αμφιδέξιες τα αμφιδέξια
      γενική των αμφιδέξιων των αμφιδέξιων των αμφιδέξιων
    αιτιατική τους αμφιδέξιους τις αμφιδέξιες τα αμφιδέξια
     κλητική αμφιδέξιοι αμφιδέξιες αμφιδέξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφιδέξιος < αρχαία ελληνική ἀμφιδέξιος[1]

Επίθετο

αμφιδέξιος, -α, -ο

  • που μπορεί και με το δεξί και με το αριστερό χέρι να εκτελέσει εργασίες που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
      ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μπορούσε να γράφει και με τα δυο χέρια, καθώς ήταν αμφιδέξιος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. που είναι δεξιός ἀμφί, δηλαδή επιδέξιος και στα δύο χέρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.