ζερβόδεξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζερβόδεξος η ζερβόδεξη το ζερβόδεξο
      γενική του ζερβόδεξου της ζερβόδεξης του ζερβόδεξου
    αιτιατική τον ζερβόδεξο τη ζερβόδεξη το ζερβόδεξο
     κλητική ζερβόδεξε ζερβόδεξη ζερβόδεξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζερβόδεξοι οι ζερβόδεξες τα ζερβόδεξα
      γενική των ζερβόδεξων των ζερβόδεξων των ζερβόδεξων
    αιτιατική τους ζερβόδεξους τις ζερβόδεξες τα ζερβόδεξα
     κλητική ζερβόδεξοι ζερβόδεξες ζερβόδεξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζερβόδεξος < ζερβός + -ο- + δεξιός + -ος

Επίθετο

ζερβόδεξος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που γράφει και με τα δύο χέρια εξίσου καλά (ή τα χρησιμοποιεί και για άλλες ενέργειες)
  2. κρητικός χορός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.