δεξιόχειρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δεξιόχειρας | οι | δεξιόχειρες |
| γενική | του του/της |
δεξιόχειρα δεξιόχειρος |
των | δεξιοχείρων |
| αιτιατική | τον/τη | δεξιόχειρα | τους/τις | δεξιόχειρες |
| κλητική | δεξιόχειρα | δεξιόχειρες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεξιόχειρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δεξιόχειρας αρσενικό ή θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.