ἀμφιδέξιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμφιδέξιος τὸ ἀμφιδέξιον οἱ, αἱ ἀμφιδέξιοι τὰ ἀμφιδέξια
Γενική τοῦ, τῆς ἀμφιδεξίου τοῦ ἀμφιδεξίου τῶν ἀμφιδεξίων τῶν ἀμφιδεξίων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμφιδεξίῳ τῷ ἀμφιδεξίῳ τοῖς, ταῖς ἀμφιδεξίοις τοῖς ἀμφιδεξίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμφιδέξιον τὸ ἀμφιδέξιον τοὺς, τὰς ἀμφιδεξίους τὰ ἀμφιδέξια
Κλητική ἀμφιδέξιε ἀμφιδέξιον ἀμφιδέξιοι ἀμφιδέξια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμφιδεξίω
Γενική-Δοτική ἀμφιδεξίοιν

Ετυμολογία

ἀμφιδέξιος < ἀμφι- + δεξιός

Επίθετο

ἀμφιδέξιος αρσενικό ή θηλυκό, ἀμφιδέξιον ουδέτερο

  1. αμφιδέξιος, πολύ επιδέξιος, που και τα δυο του χέρια δουλεύουν σαν να ήταν δεξιά
     αντώνυμα: ἀμφαρίστερος (αδέξιος)
  2. δίκοπος
     συνώνυμα: ἀμφήκης
  3. με δύο χέρια, αμφιδέξιος, αμφίχειρας

Παράγωγα

  • ἀμφιδεξίως (επίρρημα)

Συγγενικά

  • ἀμφιδεξιότης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.