αμνιοκέντηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνιοκέντηση οι αμνιοκεντήσεις
      γενική της αμνιοκέντησης των αμνιοκεντήσεων
    αιτιατική την αμνιοκέντηση τις αμνιοκεντήσεις
     κλητική αμνιοκέντηση αμνιοκεντήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνιοκέντηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amniocentesis < ἀμνί(ον) + -ο- + κέντησις

Ουσιαστικό

αμνιοκέντηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.