διερεύνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διερεύνηση | οι | διερευνήσεις |
| γενική | της | διερεύνησης* | των | διερευνήσεων |
| αιτιατική | τη | διερεύνηση | τις | διερευνήσεις |
| κλητική | διερεύνηση | διερευνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διερευνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διερεύνηση < ελληνιστική κοινή διερεύνησις < αρχαία ελληνική διερευνάω
Μεταφράσεις
διερεύνηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.