αμνιοπαρακέντηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνιοπαρακέντηση οι αμνιοπαρακεντήσεις
      γενική της αμνιοπαρακέντησης των αμνιοπαρακεντήσεων
    αιτιατική την αμνιοπαρακέντηση τις αμνιοπαρακεντήσεις
     κλητική αμνιοπαρακέντηση αμνιοπαρακεντήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνιοπαρακέντηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αμνιοπαρακέντηση θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.