κολλυβογράμματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κολλυβογράμματα
      γενική
    αιτιατική τα κολλυβογράμματα
     κλητική κολλυβογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολλυβογράμματα < μεσαιωνική ελληνική κολλυβογράμματα[1] [2] < κόλλυβα + γράμματα[1] [2]

Ουσιαστικό

κολλυβογράμματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. δυσανάγνωστα ή πολύ μικρά (σε μέγεθος) γράμματα
  2. λιγοστές γνώσεις γραφής και ανάγνωση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. κολλυβογράμματα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.