εγγραμματοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγγραμματοσύνη | ||
| γενική | της | εγγραμματοσύνης | ||
| αιτιατική | την | εγγραμματοσύνη | ||
| κλητική | εγγραμματοσύνη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγγραμματοσύνη < εγγράμματος + -οσύνη
Ουσιαστικό
εγγραμματοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (νεολογισμός) ο εγγραμματισμός
- ※ Εξίσου δελεαστική είναι η υπόθεση ότι οι απεικονίσεις της Παναγίας με ένα βιβλίο στο χέρι αντικατοπτρίζουν και απηχούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της παραλήπτριας του κώδικα, της σεβαστοκρατόρισσας Ειρήνης, μιας γυναίκας δηλαδή που υπήρξε παραγγελιοδότρια έργων της κοσμικής λογοτεχνίας στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, και γι’ αυτό το λόγο ίσως και να την ενδιέφερε να υπογραμμισθεί η εγγραμματοσύνη της Παρθένου. (Καλλιρρόη Λινάρδου, «Η Παναγία και τα βιβλία της στις εικονογραφημένες ομιλίες του Ιάκωβου της μονής Κοκκινοβάφου: γυναικεία εγγραμματοσύνη ή στρατηγικές εικαστικής αφήγησης;», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 29 (2011) 48)
Μεταφράσεις
εγγραμματοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.