εγγραμματοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εγγραμματοσύνη
      γενική της εγγραμματοσύνης
    αιτιατική την εγγραμματοσύνη
     κλητική εγγραμματοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγγραμματοσύνη < εγγράμματος + -οσύνη

Ουσιαστικό

εγγραμματοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.