εναλφαβητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εναλφαβητισμός | οι | εναλφαβητισμοί |
| γενική | του | εναλφαβητισμού | των | εναλφαβητισμών |
| αιτιατική | τον | εναλφαβητισμό | τους | εναλφαβητισμούς |
| κλητική | εναλφαβητισμέ | εναλφαβητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναλφαβητισμός < εν- + αλφαβητισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alphabétisation)
Ουσιαστικό
εναλφαβητισμός αρσενικό
- η απόκτηση δεξιοτήτων και ικανότητας ανάγνωσης, γραφής, χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. (σε βασικό επίπεδο)
Μεταφράσεις
εναλφαβητισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.