αλαλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλαλιασμένος | η | αλαλιασμένη | το | αλαλιασμένο |
| γενική | του | αλαλιασμένου | της | αλαλιασμένης | του | αλαλιασμένου |
| αιτιατική | τον | αλαλιασμένο | την | αλαλιασμένη | το | αλαλιασμένο |
| κλητική | αλαλιασμένε | αλαλιασμένη | αλαλιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλαλιασμένοι | οι | αλαλιασμένες | τα | αλαλιασμένα |
| γενική | των | αλαλιασμένων | των | αλαλιασμένων | των | αλαλιασμένων |
| αιτιατική | τους | αλαλιασμένους | τις | αλαλιασμένες | τα | αλαλιασμένα |
| κλητική | αλαλιασμένοι | αλαλιασμένες | αλαλιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλαλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαλιάζω
Μετοχή
αλαλιασμένος, -η, -ο
- που έχει αλαλιάσει, έχει χάσει την ψυχραιμία του και σχεδόν τα λογικά του, ο πολύ ταραγμένος, ιδιαίτερα θορυβημένος
- Ήρθε στο σπίτι αλαλιασμένος με το κακό που τον βρήκε. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω
Μεταφράσεις
αλαλιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.