αλαλιασμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αλαλιασμένο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλαλιασμένος
  2. αιτιατική ενικού του αλαλιασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.