θορυβημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θορυβημένος | η | θορυβημένη | το | θορυβημένο |
| γενική | του | θορυβημένου | της | θορυβημένης | του | θορυβημένου |
| αιτιατική | τον | θορυβημένο | τη | θορυβημένη | το | θορυβημένο |
| κλητική | θορυβημένε | θορυβημένη | θορυβημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θορυβημένοι | οι | θορυβημένες | τα | θορυβημένα |
| γενική | των | θορυβημένων | των | θορυβημένων | των | θορυβημένων |
| αιτιατική | τους | θορυβημένους | τις | θορυβημένες | τα | θορυβημένα |
| κλητική | θορυβημένοι | θορυβημένες | θορυβημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θορυβημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θορυβώ
Μετοχή
θορυβημένος, -η, -ο
- που έχουν ταραχτεί από μια συγκεκριμένη ενέργεια ή είδηση, ταραγμένος, έντονα ενοχλημένος, ανήσυχος που σκέφτεται πώς να αντιδράσει στην ενόχληση ή απειλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.