ακράδαντα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ακράδαντα
<
ακράδαντος
+
-α
Επίρρημα
ακράδαντα
με
ακράδαντο
τρόπο
,
σταθερά
, χωρίς
αμφιβολία
, χωρίς κανείς να μπορεί να (με) κλονίσει
↪
πιστεύω
ακράδαντα
ότι το αύριο θα είναι καλύτερο
ακραδάντως
Μεταφράσεις
ακράδαντα
αγγλικά
:
firmly
(en)
γαλλικά
:
résolument
(fr)
,
fermement
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.