ακμάζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακμάζων | η | ακμάζουσα | το | ακμάζον |
| γενική | του | ακμάζοντος | της | ακμάζουσας & ακμαζούσης* |
του | ακμάζοντος |
| αιτιατική | τον | ακμάζοντα | την | ακμάζουσα | το | ακμάζον |
| κλητική | ακμάζων | ακμάζουσα | ακμάζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακμάζοντες | οι | ακμάζουσες | τα | ακμάζοντα |
| γενική | των | ακμαζόντων | των | ακμαζουσών | των | ακμαζόντων |
| αιτιατική | τους | ακμάζοντες | τις | ακμάζουσες | τα | ακμάζοντα |
| κλητική | ακμάζοντες | ακμάζουσες | ακμάζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακμάζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκμάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀκμάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /akˈma.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ακ‐μά‐ζων
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐κμά‐ζων
Μετοχή
ακμάζων (αρσενικό), ακμάζουσα (θηλυκό), ακμάζον (ουδέτερο)
- που ακμάζει
- ↪ παρ' όλο που είναι ακμάζων κλάδος της βιομηχανίας, ακόμη δεν κάνει αρκετές εξαγωγές
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακμάζων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.