παρακμάζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακμάζων η παρακμάζουσα το παρακμάζον
      γενική του παρακμάζοντος της παρακμάζουσας
& παρακμαζούσης*
του παρακμάζοντος
    αιτιατική τον παρακμάζοντα την παρακμάζουσα το παρακμάζον
     κλητική παρακμάζων παρακμάζουσα παρακμάζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακμάζοντες οι παρακμάζουσες τα παρακμάζοντα
      γενική των παρακμαζόντων των παρακμαζουσών των παρακμαζόντων
    αιτιατική τους παρακμάζοντες τις παρακμάζουσες τα παρακμάζοντα
     κλητική παρακμάζοντες παρακμάζουσες παρακμάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρακμάζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακμάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρακμάζω

Μετοχή

παρακμάζων

  • που παρακμάζει

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.