ακέντριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακέντριστος | η | ακέντριστη | το | ακέντριστο |
| γενική | του | ακέντριστου | της | ακέντριστης | του | ακέντριστου |
| αιτιατική | τον | ακέντριστο | την | ακέντριστη | το | ακέντριστο |
| κλητική | ακέντριστε | ακέντριστη | ακέντριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακέντριστοι | οι | ακέντριστες | τα | ακέντριστα |
| γενική | των | ακέντριστων | των | ακέντριστων | των | ακέντριστων |
| αιτιατική | τους | ακέντριστους | τις | ακέντριστες | τα | ακέντριστα |
| κλητική | ακέντριστοι | ακέντριστες | ακέντριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακέντριστος < μεσαιωνική ελληνική ἀκέντριστος < αρχαία ελληνική κεντρίζω
Επίθετο
ακέντριστος
- που δεν τον έχουν κεντρίσει
- που δεν έχει τσιμπηθεί με κεντρί εντόμου
- που δεν έχει τσιμπηθεί με αιχμηρό αντικείμενο
- που δεν τον έχουν μπολιάσει
- ≈ συνώνυμα: αμπόλιαστος, ακέντρωτος
- ≠ αντώνυμα: κεντρισμένος, κεντρωμένος, μπολιασμένος
- που δεν τον έχουν παρακινήσει, δεν τον έχουν ερεθίσει
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.