αιτούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτούμενος η αιτούμενη το αιτούμενο
      γενική του αιτούμενου της αιτούμενης του αιτούμενου
    αιτιατική τον αιτούμενο την αιτούμενη το αιτούμενο
     κλητική αιτούμενε αιτούμενη αιτούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτούμενοι οι αιτούμενες τα αιτούμενα
      γενική των αιτούμενων των αιτούμενων των αιτούμενων
    αιτιατική τους αιτούμενους τις αιτούμενες τα αιτούμενα
     κλητική αιτούμενοι αιτούμενες αιτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιτούμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αιτούμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιτούμενος

Μετοχή

αιτούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  1. που ζητείται από κάπου με αίτηση, με επίσημο τρόπο
    Αρνήθηκαν να καταβάλουν το αιτούμενο ποσό επιστροφής.
    Παρουσίασαν το αιτούμενο έγγραφο με καθυστέρηση 2 μηνών.
    Δεν έδωσαν την αιτουμένη αποζημίωση και καταφύγαμε εκ νέου στα δικαστήρια.
  2. που ζητεί κάτι για τον ίδιο, που υποβάλλει αίτηση για κάτι (συνώνυμο: ο αιτών)
    Η αιτούμενη την υποτροφία πρέπει να προσκομίσει και τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
    Ο αιτούμενος άδεια παραμονής, θα πρέπει να...

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.