αιτών

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αιτών < αρχαία ελληνική αἰτῶν < αἰτῶ

Ουσιαστικό

αιτών αρσενικό (θηλυκό: αιτούσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.