γατάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γατάκι τα γατάκια
      γενική
    αιτιατική το γατάκι τα γατάκια
     κλητική γατάκι γατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γατάκι

Ετυμολογία

γατάκι < γάτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γατάκι

Ουσιαστικό

γατάκι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του γάτα
    1. μικρή ή νεαρή γάτα
       συνώνυμα: γατίτσα, γατούλα
    2. το μωρό της γάτας
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη γατάκια

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γάτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.