αἰδοῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | αἰδοῖον | τὰ | αἰδοῖᾰ |
| γενική | τοῦ | αἰδοίου | τῶν | αἰδοίων |
| δοτική | τῷ | αἰδοίῳ | τοῖς | αἰδοίοις |
| αιτιατική | τὸ | αἰδοῖον | τὰ | αἰδοῖᾰ |
| κλητική ὦ! | αἰδοῖον | αἰδοῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰδοίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰδοίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αἰδοῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αἰδοῖος
Ουσιαστικό
αἰδοῖον ουδέτερο
- (κυρίως στον πληθυντικό και έναρθρο: τὰ αἰδοῖα) το γεννητικό όργανο (άνδρα ή γυναίκας), τα απόκρυφα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.