ανόργωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανόργωτος η ανόργωτη το ανόργωτο
      γενική του ανόργωτου της ανόργωτης του ανόργωτου
    αιτιατική τον ανόργωτο την ανόργωτη το ανόργωτο
     κλητική ανόργωτε ανόργωτη ανόργωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανόργωτοι οι ανόργωτες τα ανόργωτα
      γενική των ανόργωτων των ανόργωτων των ανόργωτων
    αιτιατική τους ανόργωτους τις ανόργωτες τα ανόργωτα
     κλητική ανόργωτοι ανόργωτες ανόργωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανόργωτος < αν- στερητικό + οργώ(νω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈnoɾ.ɣo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανόργωτος

Επίθετο

ανόργωτος, -η, -ο

  1. που δεν οργώθηκε
     αντώνυμα: οργωμένος
  2. που δεν μπορεί να οργωθεί
     αντώνυμα: καλλιεργήσιμος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη οργώνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.