οργωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οργωμένος | η | οργωμένη | το | οργωμένο |
| γενική | του | οργωμένου | της | οργωμένης | του | οργωμένου |
| αιτιατική | τον | οργωμένο | την | οργωμένη | το | οργωμένο |
| κλητική | οργωμένε | οργωμένη | οργωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οργωμένοι | οι | οργωμένες | τα | οργωμένα |
| γενική | των | οργωμένων | των | οργωμένων | των | οργωμένων |
| αιτιατική | τους | οργωμένους | τις | οργωμένες | τα | οργωμένα |
| κλητική | οργωμένοι | οργωμένες | οργωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οργωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οργώνω
Μεταφράσεις
οργωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.