αεροπονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροπονία | οι | αεροπονίες |
| γενική | της | αεροπονίας | των | αεροπονιών |
| αιτιατική | την | αεροπονία | τις | αεροπονίες |
| κλητική | αεροπονία | αεροπονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροπονία < αερο- + -πονία ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) aeroponics < αρχαία ελληνική ἀήρ + πόνος)
Ουσιαστικό
αεροπονία θηλυκό
- (νεολογισμός) (βοτανική) καλλιεργητική μέθοδος κατά την οποία τα φυτά δεν αναπτύσσονται σε χώμα ή νερό αλλά σε ειδικό μείγμα αερίων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.