αεροπονική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροπονική οι αεροπονικές
      γενική της αεροπονικής των αεροπονικών
    αιτιατική την αεροπονική τις αεροπονικές
     κλητική αεροπονική αεροπονικές
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροπονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αεροπονικός

Ουσιαστικό

αεροπονική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.