αεροπόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αεροπόνος | οι | αεροπόνοι |
| γενική | του/της | αεροπόνου | των | αεροπόνων |
| αιτιατική | τον/την | αεροπόνο | τους/τις | αεροπόνους |
| κλητική | αεροπόνε | αεροπόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροπόνος < αερο- + -πρόνος, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική aeroponics
Ουσιαστικό
αεροπόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) (βοτανική) επιστήμονας που ασχολείται με την αεροπονία
- ※ Όλα ξεκίνησαν από ένα απλό σχέδιο του αεροπόνου Παύλου Μπαϊράμη... (Εφημερίδα Το Βήμα, 26/5/2013, σελ. Α16)
Συγγενικά
- γεωπόνος
- υδροπόνος
Μεταφράσεις
αεροπόνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.