αδιάλυτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδιάλυτα < αδιάλυτος + < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάλυτος < ἀ- + διά + λύω

Επίρρημα

αδιάλυτα

  • χωρίς να είναι δυνατόν να διαλυθεί (/διαλυθούν)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αδιάλυτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.