αδαμάντινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδαμάντινος η αδαμάντινη το αδαμάντινο
      γενική του αδαμάντινου της αδαμάντινης του αδαμάντινου
    αιτιατική τον αδαμάντινο την αδαμάντινη το αδαμάντινο
     κλητική αδαμάντινε αδαμάντινη αδαμάντινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδαμάντινοι οι αδαμάντινες τα αδαμάντινα
      γενική των αδαμάντινων των αδαμάντινων των αδαμάντινων
    αιτιατική τους αδαμάντινους τις αδαμάντινες τα αδαμάντινα
     κλητική αδαμάντινοι αδαμάντινες αδαμάντινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδαμάντινος < αρχαία ελληνική ἀδαμάντινος < ἀδάμας

Επίθετο

αδαμάντινος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει κατασκευαστεί από διαμάντια ή είναι στολισμένος με διαμάντια
  2. (μεταφορικά) εξαιρετικός, ακέραιος, αδιάφθορος
    αδαμάντινος χαρακτήρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.