αδίαντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδίαντο | τα | αδίαντα |
| γενική | του | αδίαντου | των | αδίαντων |
| αιτιατική | το | αδίαντο | τα | αδίαντα |
| κλητική | αδίαντο | αδίαντα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδίαντο < ελληνιστική κοινή ἀδίαντον, ουδέτερο του ἀδίαντος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική διαίνω (βρέχω, υγραίνω)
Συνώνυμα
-
αδίαντο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αδίαντο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.