αδίαντο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδίαντο τα αδίαντα
      γενική του αδίαντου των αδίαντων
    αιτιατική το αδίαντο τα αδίαντα
     κλητική αδίαντο αδίαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδίαντο < ελληνιστική κοινή ἀδίαντον, ουδέτερο του ἀδίαντος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική διαίνω (βρέχω, υγραίνω)

Ουσιαστικό

αδίαντο ουδέτερο

Συνώνυμα

  • βροντοτρίχι
  • καλλίτριχο
  • κόμη της Αφροδίτης
  • μαλλόχορτο
  • πηγαδόχορτο
  • πολυτρίχι
  • σκορπίδι
  • ψαλιδόχορτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.