πολυτρίχι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυτρίχι | τα | πολυτρίχια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | πολυτρίχι | τα | πολυτρίχια |
| κλητική | πολυτρίχι | πολυτρίχια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυτρίχι < μεσαιωνική ελληνική πολυτρίχιον[1] [2] < αρχαία ελληνική πολύς + θρίξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική polytric[2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική polytrich[2])
-
αδίαντο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- πολυτρίχιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πολυτρίχι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.