σκορπίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορπίδι τα σκορπίδια
      γενική του σκορπιδιού των σκορπιδιών
    αιτιατική το σκορπίδι τα σκορπίδια
     κλητική σκορπίδι σκορπίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. σκορπίδι < σκορπιός + -ίδι
  2. σκορπίδι < σκορπώ + -ίδι

Ουσιαστικό

σκορπίδι ουδέτερο

  1. (ιχθυολογία, ψάρι) το ψάρι σκορπιός
  2. (βοτανική, λαϊκότροπο) το φυτό αδίαντο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.