ἀδίαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀδίαντος | τὸ | ἀδίαντον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀδιάντου | τοῦ | ἀδιάντου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀδιάντῳ | τῷ | ἀδιάντῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀδίαντον | τὸ | ἀδίαντον | ||
| κλητική ὦ! | ἀδίαντε | ἀδίαντον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀδίαντοι | τὰ | ἀδίαντᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀδιάντων | τῶν | ἀδιάντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδιάντοις | τοῖς | ἀδιάντοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδιάντους | τὰ | ἀδίαντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀδίαντοι | ἀδίαντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδιάντω | τὼ | ἀδιάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδιάντοιν | τοῖν | ἀδιάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀδίαντος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει βραχεί, άβρεχος, στεγνός, αυτός που δεν έχει λουστεί από τον ιδρώτα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 74 (7.73-7.74)
- ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων | αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν.
- ω εσύ, που απ᾽ τα παλαίματ᾽ | ανίδρωτο απάλλαξες το στιβαρό σου τον τράχηλο, πριν του ήλιου πέσει το κάμα στα μέλη σου·
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων | αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν.
- ※ 6ος/5ος πκε, Σιμωνίδης ο Κείος, Εγκώμια Σιμωνίδη, απόσπ. 13: Δανάη, στίχοι 5-7
- οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς | ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα | εἶπέν τ᾽·
- Με υγρά απ᾽ τα δάκρυα μάγουλα | το χέρι της έβαλε γύρω από τον Περσέα και του ᾽πε:
- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
- με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στην ψυχή | το βρέφος έσφιγγε και του 'πε:
- Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr
- οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς | ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα | εἶπέν τ᾽·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 74 (7.73-7.74)
Ουσιαστικό
ἀδίαντος αρσενικό
Πηγές
- ἀδίαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδίαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.