ἀδίαντον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀδίαντον τὰ ἀδίαντ
      γενική τοῦ ἀδιάντου τῶν ἀδιάντων
      δοτική τῷ ἀδιάντ τοῖς ἀδιάντοις
    αιτιατική τὸ ἀδίαντον τὰ ἀδίαντ
     κλητική ! ἀδίαντον ἀδίαντ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδιάντω
γεν-δοτ τοῖν  ἀδιάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδίαντον < ουδέτερο του ἀδίαντος < διαίνω

Ουσιαστικό

ἀδίαντον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.