φτέρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτέρη | οι | φτέρες |
| γενική | της | φτέρης | των | φτερών |
| αιτιατική | τη | φτέρη | τις | φτέρες |
| κλητική | φτέρη | φτέρες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτέρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτέρις[1]
Ουσιαστικό
φτέρη θηλυκό
- (φυτό) καλλωπιστικό και διακοσμητικό φυτό με χαρακτηριστικά σύνθετα φύλλα, της κλάσης των Πτεριδικών.
- H Μαρκέλλα έχει στον κήπο της εντυπωσιακές φτέρες.
Ομώνυμα / Ομόηχα
- φτερών: η γενική πληθυντικού ίδια με του φτερού
Αναφορές
- φτέρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
