summation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
summation summations

Ουσιαστικό

summation (en)

  1. (νομικός όρος) η αγόρευση, η τελική παρουσίαση και συνόψιση των νομικών επιχειρημάτων από τον εισαγγελέα και τους συνηγόρους μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πριν αποσυρθεί το δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του
    After the defendant’s plea, the counsel began its summation.
    Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
  2. (μαθηματικά) η άθροιση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.