αγράμματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγράμματος | η | αγράμματη | το | αγράμματο |
| γενική | του | αγράμματου | της | αγράμματης | του | αγράμματου |
| αιτιατική | τον | αγράμματο | την | αγράμματη | το | αγράμματο |
| κλητική | αγράμματε | αγράμματη | αγράμματο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγράμματοι | οι | αγράμματες | τα | αγράμματα |
| γενική | των | αγράμματων | των | αγράμματων | των | αγράμματων |
| αιτιατική | τους | αγράμματους | τις | αγράμματες | τα | αγράμματα |
| κλητική | αγράμματοι | αγράμματες | αγράμματα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγράμματος < αρχαία ελληνικήἀγράμματος < α στερητικό + γράμμα
Επίθετο
αγράμματος
- που δεν έχει διδαχτεί επαρκώς την ανάγνωση και τη γραφή
- που δεν έχει επαρκή παιδεία, συνολικά ή σε κάποιον τομέα
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αγράμματος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.