εγγράμματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγγράμματος | η | εγγράμματη | το | εγγράμματο |
| γενική | του | εγγράμματου | της | εγγράμματης | του | εγγράμματου |
| αιτιατική | τον | εγγράμματο | την | εγγράμματη | το | εγγράμματο |
| κλητική | εγγράμματε | εγγράμματη | εγγράμματο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγγράμματοι | οι | εγγράμματες | τα | εγγράμματα |
| γενική | των | εγγράμματων | των | εγγράμματων | των | εγγράμματων |
| αιτιατική | τους | εγγράμματους | τις | εγγράμματες | τα | εγγράμματα |
| κλητική | εγγράμματοι | εγγράμματες | εγγράμματα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγγράμματος < (ελληνιστική κοινή) ἐγγράμματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.