English
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/
Κύριο όνομα
English (en)
- (γλώσσα) (μόνο στον ενικό, αντί πληθυντικού: variety of English) τα αγγλικά, η αγγλική γλώσσα
- ↪ Is your English good?
- Είναι καλά τα αγγλικά σου;
- ↪ the English speakers of Canada - οι αγγλόφωνοι του Καναδά
- ↪ Is your English good?
- (εθνικό όνομα) οι Άγγλοι, ο λαός της Αγγλίας
- ≈ συνώνυμα: Englishmen, Englishwomen
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- English < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- English < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- English < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- English < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.