αγγέλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγέλιασμα | τα | αγγελιάσματα |
| γενική | του | αγγελιάσματος | των | αγγελιασμάτων |
| αιτιατική | το | αγγέλιασμα | τα | αγγελιάσματα |
| κλητική | αγγέλιασμα | αγγελιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγέλιασμα < αγγελιάζομαι + -μα
Ουσιαστικό
αγγέλιασμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το να βλέπω τον άγγελο του επικείμενου θανάτου μου
- (λογοτεχνικό) το ψυχορράγημα
- (μεταφ.) η μεγάλη κόπωση, η εξάντληση
Συγγενικά
- αγγελιάζομαι
- → δείτε τη λέξη άγγελος
Μεταφράσεις
αγγέλιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.