αγγέλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγέλιασμα τα αγγελιάσματα
      γενική του αγγελιάσματος των αγγελιασμάτων
    αιτιατική το αγγέλιασμα τα αγγελιάσματα
     κλητική αγγέλιασμα αγγελιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγέλιασμα < αγγελιάζομαι + -μα

Ουσιαστικό

αγγέλιασμα ουδέτερο

  1. (λογοτεχνικό) το να βλέπω τον άγγελο του επικείμενου θανάτου μου
  2. (λογοτεχνικό) το ψυχορράγημα
  3. (μεταφ.) η μεγάλη κόπωση, η εξάντληση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.