αγαλλίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαλλίαση οι αγαλλιάσεις
      γενική της αγαλλίασης* των αγαλλιάσεων
    αιτιατική την αγαλλίαση τις αγαλλιάσεις
     κλητική αγαλλίαση αγαλλιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγαλλιάσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγαλλίαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαλλία(σις) + -ση < ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ < αρχαία ελληνική ἀγάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣaˈli.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαλλίαση

Ουσιαστικό

αγαλλίαση θηλυκό

  1. συναίσθημα μεγάλης χαράς και ευφροσύνης
    ταυτόσημα: αγάλλισμα, αναγάλλιασμα (λιγότερο επίσημο)
     συνώνυμα: τέρψη, ευφροσύνη, ευφορία, μεγάλη χαρά
  2. αίσθημα ανακούφισης, ηρεμίας [1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.