ἀγάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀγάλλω   ἀγάλλομαι 
Παρατατικός  ἤγαλλον   ἠγαλλόμην 
Μέλλοντας  ἀγαλῶ   ----(*)---- 
Αόριστος  ἤγηλα   ἠγάλθην 
Παρακείμενος  ----(*)----   ----(*)---- 
Υπερσυντέλικος  ----(*)----   ----(*)---- 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἀγάλλω α) < ἀγαλός (με μετάθεση του γράμματος λ από το ἀγλαός: ἀγαλ + j + ω και με αφομοίωση του j σε λ > ἀγάλλω.
ἀγάλλω β) < ἄγαν (άλλη άποψη)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

ἀγάλλω

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Παράγωγα

Σύνθετα

  • συναγάλλω
  • διαγάλλω
  • ἐπαγάλλω

Σημειώσεις

  • Ελλιπές ρήμα: ο παρατατικός, μέλλων και αόριστος είναι μεταγενέστεροι, με συνέπεια το ρήμα να συμπληρώνεται με διάφορες περιφράσεις συγγενών ρηματικών τύπων π.χ. περιχαρής γίγνομαι. Για πρώτη φορά απαντά στον Όμηρο, ενώ στην ιστορική γραμματεία αναφέρεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 931γ) και τον Θουκυδίδη (2, 44) κ.ά.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.