ἀγαλλίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγαλλίασῐς | αἱ | ἀγαλλιάσεις | ||||
| γενική | τῆς | ἀγαλλιάσεως | τῶν | ἀγαλλιάσεων | ||||
| δοτική | τῇ | ἀγαλλιάσει | ταῖς | ἀγαλλιάσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀγαλλίασῐν | τὰς | ἀγαλλιάσεις | ||||
| κλητική ὦ! | ἀγαλλίασῐ | ἀγαλλιάσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαλλιάσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαλλιασέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀγαλλίασις < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- ἀγαλλίασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγαλλίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.