παραίτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραίτηση | οι | παραιτήσεις |
| γενική | της | παραίτησης* | των | παραιτήσεων |
| αιτιατική | την | παραίτηση | τις | παραιτήσεις |
| κλητική | παραίτηση | παραιτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραιτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραίτηση < αρχαία ελληνική παραίτησις < παραιτῶ
Ουσιαστικό
παραίτηση θηλυκό
- η οικειοθελής αποχώρηση από μια θέση εργασίας ή ένα αξίωμα
- υποβάλλω την παραίτησή μου
- η εγκατάλειψη μιας προσπάθειας
- η απώλεια της διάθεσης για νέες προσπάθειες
- η μελαγχολία τον οδήγησε σε παραίτηση από τη ζωή
- παραιτημός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.