απαίτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαίτηση | οι | απαιτήσεις |
| γενική | της | απαίτησης* | των | απαιτήσεων |
| αιτιατική | την | απαίτηση | τις | απαιτήσεις |
| κλητική | απαίτηση | απαιτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απαιτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαίτηση < απαιτώ
Ουσιαστικό
απαίτηση θηλυκό
- αυτό που απαιτώ, που ζητώ οπωσδήποτε
- έχω την απαίτηση να είστε συνεπείς στις υποχρεώσεις σας
- αυτό που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
- οι απαιτήσεις των καινούριων λειτουργικών συστημάτων σε τεχνολογικό υλικό είναι πολύ αυξημένες
- (λογιστική) περιουσιακό στοιχείο που ανήκει στο κυκλοφορούν ενεργητικό και εκφράζει πληρωμές σε μετρητά που αναμένει μια οικονομική μονάδα από άλλη οικονομική μονάδα
- υπώνυμο: πελάτες (εμπορική απαίτηση)
- → δείτε τη λέξη εισπρακτέος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.