απαίτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαίτηση οι απαιτήσεις
      γενική της απαίτησης* των απαιτήσεων
    αιτιατική την απαίτηση τις απαιτήσεις
     κλητική απαίτηση απαιτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαιτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαίτηση < απαιτώ

Ουσιαστικό

απαίτηση θηλυκό

  1. αυτό που απαιτώ, που ζητώ οπωσδήποτε
    έχω την απαίτηση να είστε συνεπείς στις υποχρεώσεις σας
  2. αυτό που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
    οι απαιτήσεις των καινούριων λειτουργικών συστημάτων σε τεχνολογικό υλικό είναι πολύ αυξημένες
  3. (λογιστική) περιουσιακό στοιχείο που ανήκει στο κυκλοφορούν ενεργητικό και εκφράζει πληρωμές σε μετρητά που αναμένει μια οικονομική μονάδα από άλλη οικονομική μονάδα
    υπώνυμο: πελάτες (εμπορική απαίτηση)
     δείτε τη λέξη εισπρακτέος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.