ίσωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσωμα τα ισώματα
      γενική του ισώματος των ισωμάτων
    αιτιατική το ίσωμα τα ισώματα
     κλητική ίσωμα ισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίσωμα < ίσιωμα (προφορά ˈi.sço.ma) με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν ή ισ(ώνω) + -μα < αρχαία ελληνική ἰσῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.so.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίσωμα

Ουσιαστικό

ίσωμα ουδέτερο

  1. το να ισιώνει κάποιος κάτι, λιγότερο συνηθισμένη μορφή του ίσιωμα
    το ίσωμα των τσαλακωμένων φύλλων γίνεται ευκολότερα με το σίδερο
  2. ομαλό, επίπεδο τμήμα του εδάφους
    όταν, επιτέλους, ανέβηκα στο ίσωμα, κυριολεκτικά σωριάστηκα κάτω από την κούραση
     συνώνυμα: ισιάδα, πλάτωμα
     αντώνυμα: ύψωμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • πέφτω στο ίσωμα: δεν τα καταφέρνω ούτε στα εύκολα
  • τα κάνω ίσωμα: καταστρέφω τα πάντα ή δίνω την ίδια αξία σε όλα τα θέματα
  • χαμός στο ίσωμα: μεγάλη ανακατωσούρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.