ίσιωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ίσιωμα | τα | ισιώματα |
| γενική | του | ισιώματος | των | ισιωμάτων |
| αιτιατική | το | ίσιωμα | τα | ισιώματα |
| κλητική | ίσιωμα | ισιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ίσιωμα < ισιώ(νω) + -μα < αρχαία ελληνική ἰσῶ [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.sço.ma/ συγκρίνετε με το ίσωμα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σιω‐μα
Ουσιαστικό
ίσιωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισιώνω
- άλλες μορφές: ίσωμα με επιπλέον σημασίες
Μεταφράσεις
ίσιωμα
|
|
Αναφορές
- ίσιωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.