ισιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈsço.no/ με συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σιώ‐νω
Ρήμα
ισιώνω, στ.μέλλ.: θα ισιώσω, αόρ.: ίσιωσα, μτχ.π.π.: ισιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνω κάτι ίσιο (αν είναι στραβό) ή ομαλό (αν είναι ακατάστατο) ή επίπεδο (αν έχει ανώμαλη επιφάνεια)
- ※ Η ταμπέλα στην ταράτσα με γράμματα μπλε ξεφτισμένα έχει γείρει από τον αέρα, δεν την ίσιωσε κανείς. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισιώνω | ίσιωνα | θα ισιώνω | να ισιώνω | ισιώνοντας | |
| β' ενικ. | ισιώνεις | ίσιωνες | θα ισιώνεις | να ισιώνεις | ίσιωνε | |
| γ' ενικ. | ισιώνει | ίσιωνε | θα ισιώνει | να ισιώνει | ||
| α' πληθ. | ισιώνουμε | ισιώναμε | θα ισιώνουμε | να ισιώνουμε | ||
| β' πληθ. | ισιώνετε | ισιώνατε | θα ισιώνετε | να ισιώνετε | ισιώνετε | |
| γ' πληθ. | ισιώνουν(ε) | ίσιωναν ισιώναν(ε) |
θα ισιώνουν(ε) | να ισιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ίσιωσα | θα ισιώσω | να ισιώσω | ισιώσει | ||
| β' ενικ. | ίσιωσες | θα ισιώσεις | να ισιώσεις | ίσιωσε | ||
| γ' ενικ. | ίσιωσε | θα ισιώσει | να ισιώσει | |||
| α' πληθ. | ισιώσαμε | θα ισιώσουμε | να ισιώσουμε | |||
| β' πληθ. | ισιώσατε | θα ισιώσετε | να ισιώσετε | ισιώστε | ||
| γ' πληθ. | ίσιωσαν ισιώσαν(ε) |
θα ισιώσουν(ε) | να ισιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισιώσει | είχα ισιώσει | θα έχω ισιώσει | να έχω ισιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισιώσει | είχες ισιώσει | θα έχεις ισιώσει | να έχεις ισιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισιώσει | είχε ισιώσει | θα έχει ισιώσει | να έχει ισιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισιώσει | είχαμε ισιώσει | θα έχουμε ισιώσει | να έχουμε ισιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισιώσει | είχατε ισιώσει | θα έχετε ισιώσει | να έχετε ισιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισιώσει | είχαν ισιώσει | θα έχουν ισιώσει | να έχουν ισιώσει |
| |
Μεταφράσεις
ισιώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.