ισιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισιώνω < ίσι(ος) + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈsço.no/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισιώνω

Ρήμα

ισιώνω, στ.μέλλ.: θα ισιώσω, αόρ.: ίσιωσα, μτχ.π.π.: ισιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • κάνω κάτι ίσιο (αν είναι στραβό) ή ομαλό (αν είναι ακατάστατο) ή επίπεδο (αν έχει ανώμαλη επιφάνεια)
      Η ταμπέλα στην ταράτσα με γράμματα μπλε ξεφτισμένα έχει γείρει από τον αέρα, δεν την ίσιωσε κανείς. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ίσιος και ίσος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.