Ισώματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ισώματα
      γενική των Ισωμάτων
    αιτιατική τα Ισώματα
     κλητική Ισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ισώματα < ισώματα < πληθυντικός αριθμός του ίσωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ισώματα

Κύριο όνομα

Ισώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.