χαμός στο ίσιωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαμός στο ίσιωμα | τα | χαμοί στο ίσιωμα |
| γενική | του | χαμού στο ίσιωμα | των | χαμών στο ίσιωμα |
| αιτιατική | το | χαμό στο ίσιωμα | τα | χαμούς στο ίσιωμα |
| κλητική | χαμέ στο ίσιωμα | χαμοί στο ίσιωμα | ||
| Συνήθως στην ονομαστική ενικού. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈmos sto ˈi.sço.ma/
Έκφραση
χαμός στο ίσιωμα
- (προφορικό) έκφραση που περιγράφει μια κατάσταση που έχει ξεφύγει από τα όρια κι έχουν επέλθει διαπληκτισμοί και συγκρούσεις
- ※ Πολύ ήπια αποδεικνύεται η έκφραση «χαμός στο ίσιωμα», που χρησιμοποίησε πριν λίγες μέρες ο «Ρ» όσον αφορά τα τεκταινόμενα με επίκεντρο το Ασκληπιείο Βούλας και «παίκτες» το υπουργείο Υγείας, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (ΕΕΣ) και την «Marfin». (* εφημερίδα Ριζοσπάστης)
Μεταφράσεις
χαμός στο ίσιωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.